|
квакать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово квакать? — κοάζω как с (ново)греческого переводится слово κοάζω? — квакать — επισκευαστής — σοβιετισμός — σουβλάω — βρακού — έφηβος — ιχθυόεις — ριγώνω — κρυσταλλένιος — περισκάπτω — καβαλίκι — νταλόδαρμα — αγόμωτος — εγχυματίζω — ερρυθμος — βοϊδοτόμαρο — φθογγόσημο — προσκεφάλαιον — υποκειμενικότητα — κατοικίζω — κατάφυτος — ακροαματικότητα |
|||