|
η стоицизм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стоицизм? — στωϊκότητα как с (ново)греческого переводится слово στωϊκότητα? — стоицизм — αλληλοεξάρτηση — πινιά — τετρακινητήριος — τεζάρισμα — ξηρολιθοδομή — κεραυνοβόληση — κλέπτω — θεαματικότητα — τσέλιγγας — αφεντικός — αμαξόπορτα — φαρμακογνώστης — δελτίωση — παραπατώ — μυθοπλάστης — περιφρονήτρια — ανταυγάζω — παρωπλισμένος — σιωνιστής — αποθησαυριστής — νεογνό |
|||