|
η епископство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово епископство? — ποιμεναρχία как с (ново)греческого переводится слово ποιμεναρχία? — епископство — καρτέλλα — θολούρα — ζεστούτσικος — παρκέτο — έρεισμα — αδιαφώτιστος — τσοπάνος — συκαλάς — ασούβλιστος — διάξηρος — φλοκάτη — απαράγραπτο — βαρελάς — προβιταμίνη — αφαιρώ — εξωτερικεύω — κασιδιάζω — λογικεύω — οξειδοαναγωγή — παιζογελώ — μιγάς |
|||