Новогреческий словарь
θύλακος
θύλακ|ος
ο
мешочек, сумка
;
κυνηγετικός ~ — ягдташ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мешочек
? —
θύλακος
как на
(ново)греческом
будет слово
сумка
? —
θύλακος
как с
(ново)греческого
переводится слово
θύλακος
? — мешочек, сумка
#
(ново)греческий словарь
—
δικαιολογία
—
γαλακτίζομαι
—
σκότα
—
βάβισμα
—
αριθμολογώ
—
εύθρυπτος
—
γαλακτοπαραγωγός
—
πάτωμα
—
επιθεωρήτρια
—
πλαταγή
—
κοινάτο
—
βαρβάτος
—
καρυδόφλουδα
—
χλωμός
—
εξερεθισμός
—
γράπωμα
—
κανόνας
—
υποδιαστολή
—
σχετικοκρατία
—
αψίθυμος
—
εγκρύπτομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве