|
(αόρ. επικήρυξα) назначать награду (за поимку, убийство, выдачу преступника) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово назначать награду? — επικηρύττω как с (ново)греческого переводится слово επικηρύττω? — назначать награду — παρακάτου — ανθοπώλισσα — κλούβα — αγαπώ — φορτέτσα — διπλογράφος — παντατίφ — παρεκτρέπομαι — αναψηφίζω — γλαυκότητα — απόθητος — απούντο — ώμιο — ανοφθαλμία — ευσχημοσύνη — αχμάκης — πρεσσάρω — βλοσυρότητα — εξεταστικός — μύρρα — απομουδιάζω |
|||