|
1) алебастровый; 2) перен. мраморный; ~οι ώμοι — мраморные плечи #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово алебастровый? — αλαβάστρινος как на (ново)греческом будет слово мраморный? — αλαβάστρινος как с (ново)греческого переводится слово αλαβάστρινος? — алебастровый, мраморный — πενταδάχτυλος — ξυπασιά — νεφροπαθής — φακιρισμός — θερμοηλεκτροπαραγωγικός — γραμματική — μηχανοκατασκευή — αυτοδιοικούμαι — αγαλάχτιστος — κρύπτη — μισθωτής — θερμόαιμος — ζύγι — ενωμοτάρχης — σύγκερος — ποινικά — Ακριβή — επιξηραντικός — λουλακί — βριξιά — τηλεφώνημα |
|||