Новогреческий словарь
απειροελάχιστος
απειροελάχιστ|ος
бесконечно малый, ничтожный
;
~ο μέγεθος — мат. бесконечно малая величина
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бесконечно малый
? —
απειροελάχιστος
как на
(ново)греческом
будет слово
ничтожный
? —
απειροελάχιστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
απειροελάχιστος
? — бесконечно малый, ничтожный
#
(ново)греческий словарь
—
σαμποτάρισμα
—
δίστομη
—
λαδόμυλος
—
σκέφτομαι
—
φουντάρω
—
σπαργανώνω
—
κονίαμα
—
ρώγα
—
γενικεύσιμος
—
χωρομέτρης
—
ματαγυρίζω
—
αμαλγαματικός
—
εκβολάς
—
αυλητής
—
σπήλιο
—
κατηφορικός
—
αγροφυσική
—
υγιεινή
—
στόρηση
—
παρακάθομαι
—
κατακεκλιμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве