Новогреческий словарь
μικροπράμα
μικροπράμα
το (чаще мн.ч.)
мелочь, пустяк
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мелочь
? —
μικροπράμα
как на
(ново)греческом
будет слово
пустяк
? —
μικροπράμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μικροπράμα
? — мелочь, пустяк
#
(ново)греческий словарь
—
λιπαντικό
—
αψίχολος
—
ξεροψήσιμο
—
μερινόν
—
δόκανο
—
συνερίζομαι
—
γαλακτοπώλης
—
πανδαισία
—
απόγραφο
—
χειραγωγία
—
αντιπέρας
—
συνεκδοχικός
—
ανείπωτος
—
συμμεσιακάτορας
—
οινοποιήσιμος
—
πνιγός
—
προβλής
—
ζεματώ
—
πατσομύτης
—
ευθύς
—
διαπέρασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве