|
το (чаще мн.ч.) мелочь, пустяк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мелочь? — μικροπράμα как на (ново)греческом будет слово пустяк? — μικροπράμα как с (ново)греческого переводится слово μικροπράμα? — мелочь, пустяк — επαγωγή — ρόδακος — ονομαστικά — αποδοκιμαστικός — σιγή — γάνα — αβλεψιά — ρεπουμπλικάνος — σχοινάκι — Ρουμελιώτισσα — σκουτί — λιγώνομαι — συναρτώ — ραφινέ — πρωκτός — αντίδικος — σαββατιάτικα — σαχλαμπούχλας — αυτοτέλεια — κόχλασμα — βουνός |
|||