|
το подушка; μαλακό ~ — мягкая подушка; ~α τού καναπέ — валики дивана; κάθομαι (или αγρυπνώ) στό προσκέφαλο του — [phrase]не отходить от постели [/phrase] (больного) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подушка? — προσκεφάλαιον как с (ново)греческого переводится слово προσκεφάλαιον? — подушка — πανόραμα — μουστερής — γαργάλισμα — αντάρτισσα — λελούδι — πτόηση — πολυδύναμος — αντιδιαστολή — αρνεύγω — αναθυμάμαι — εύθετα — συγυρισμένος — αλαργάρω — προμηνύω — λαγαρός — δεκάχρονα — φρικτός — απηυθυσμένον — αφικνούμαι — ανθρακόκονις — αρχικομματάρχης |
|||