δένδρωσις

формы словаβ
δένδρωσις
(-εως) η древонасаждение



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово древонасаждение? — δένδρωσις
как с (ново)греческого переводится слово δένδρωσις? — древонасаждение


μπριζολίτσαγαληνόςεμβόλιμοςσυλβίακλουβιάζομαιαμφιδετικόςσιτεμπορίααποίκισηαεριοπαραγωγόςανεχέγγυοθερμοκέφαλοςακτινοδιαγνωστικόςλαμπριάτικοςίσιοςατμόλουτροπτύσμαψηλαφιστόςμεταμορφώνωεπικρούωζώγιδοτόπι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit