|
ο языковед #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово языковед? — γλωσσογνώστης как с (ново)греческого переводится слово γλωσσογνώστης? — языковед — ασυναίσθητος — φεμινιστής — γαλακτοπώλης — πλαστογράφος — γαγγραίνιασμα — πετροβόλισμός — σταθμεύω — χαράκωση — εντυπο — ασάρωτα — κραδαίνω — βιλαέτι — ογδοηκονταετηρίδα — κολλητήρι — ψύλλιασμα — σκαρταδούρα — ανελεήμων — πλάνο — μεταγωγικός — ξιπάζω — επιβιβάζομαι |
|||