Новогреческий словарь
γλωσσογνώστης
γλωσσογνώστης
ο
языковед
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
языковед
? —
γλωσσογνώστης
как с
(ново)греческого
переводится слово
γλωσσογνώστης
? — языковед
#
(ново)греческий словарь
—
τσιπροκατάνυξη
—
αυτοτιμωρούμαι
—
συγκρίνομαι
—
μακαρονοποιείο
—
μακρόθυμος
—
σωσίβιο
—
οικότροφος
—
πλιγούρι
—
αναφανδόν
—
όλεθρος
—
ιχνευτής
—
σπανάκι
—
αδιαχείριστος
—
σκίουρος
—
εφιδρος
—
δούλα
—
γεροντολογώ
—
κόρφος
—
σαρακοφαγωμένος
—
καραγκιοζλίδικος
—
αραιωτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,