κατέσχον

формы словаβ
κατέσχον
αόρ. от κατέχω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово κατέσχον? —


ετσιθελικάκακοχρονιάπηγαίνωυπόσκληροςδουλεμπορικόςπροτελευταίοςβολιδοσκόπησηΑλγερίναολλαντέζικοςαγγλοφέρνωτριχωτόςλαρυγγοσκόπιοσχισμήαντιστρόφωςιουδαϊσμόςχαρτεμπόριοηλικίαασβεσταρειόαμοιβάδαηγουμένισσακόψη




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit