|
αόρ. от κατέχω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κατέσχον? — — ετσιθελικά — κακοχρονιά — πηγαίνω — υπόσκληρος — δουλεμπορικός — προτελευταίος — βολιδοσκόπηση — Αλγερίνα — ολλαντέζικος — αγγλοφέρνω — τριχωτός — λαρυγγοσκόπιο — σχισμή — αντιστρόφως — ιουδαϊσμός — χαρτεμπόριο — ηλικία — ασβεσταρειό — αμοιβάδα — ηγουμένισσα — κόψη |
|||