|
(-ώνος) ο воен. поварской халат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поварской халат? — μαγειροχιτών как с (ново)греческого переводится слово μαγειροχιτών? — поварской халат — αιματικός — διάκονος — γυρεύω — ματαλέω — επανόρθωση — φιλαυτία — καύσωνας — διάκοιλος — σχοίνινος — μουρλέγκω — παρακινητής — ηλεκτρονικός — ικανώς — αειμακάριστος — αυτοδύναμος — ζωσμένος — διγαμία — αίρω — δοκαρωσιά — τσιγάρο — μετατροπή |
|||