|
το муз. прима (о дуэте, хоре) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прима? — πρίμο как с (ново)греческого переводится слово πρίμο? — прима — απολιθωμένος — εκφυσώ — άσε — σισανές — εγχυματίζω — αλιευτής — αλατεμπόριο — δά — δικρανώδης — κολόβιο — εξεγείρω — νταμαρήσιος — εναπόθεμα — κοχλιάριο — χρήση — γιαούρτι — γλέπω — περιώνυμος — κουβούσι — εσωκλείστως — επάξιος |
|||