|
опровергающий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово опровергающий? — ανασκευαστικός как с (ново)греческого переводится слово ανασκευαστικός? — опровергающий — ξεμοναχιασμένος — λιοτρίβι — απειργασμένος — πλακόστρωση — ντερέμπεης — παίκτης — κουμούνι — προσποιητός — ομογένεια — απομνήσκω — γωνιά — ορυζάλευρο — εισπρακτορίνα — ξεκαμωμένος — σαΐτα — τρυπώ — έκθαμβος — αταιριασιά — βιβλιεμπόρια — ζερβής — κοσμολογία |
|||