ανυφαντού

формы словаβ
ανυφαντού
η 1) ткачиха;
2) паук-ткач



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово ткачиха? — ανυφαντού
как на (ново)греческом будет слово паук-ткач? — ανυφαντού
как с (ново)греческого переводится слово ανυφαντού? — ткачиха, паук-ткач


αποκάπνισμασκαπουλάρισμαφιλοκαλώελικτόςπερικαυλίςσούρουπαχασισώνωθρεφτάριλεξικολογικώςπρωταρχίζωαντικειμενικόςσυμμοιράζωανοσολογίααπρόφταστοςχαρτόσημοπροσεπικυρώνωσυγκοινωνιολογίασαμπρέλααμπαρώνωβαριετέαναγερτός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit