|
1. пятичасовой; 2. (τό) пять часов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пятичасовой? — πεντάωρος как на (ново)греческом будет слово пять часов? — πεντάωρος как с (ново)греческого переводится слово πεντάωρος? — пятичасовой, пять часов — πολυσύλλαβος — έγκλημα — αστερωμένος — νεκροφιλία — υπογαστρικός — ομοιοπολικός — ανδριάντας — βουλευτικό — ιστορία — δυσήνιος — μαυράκι — αναμίσθωση — στομαχιάζομαι — συρματουργείο — ασυντόμευτος — απόζερβα — φεγγαριάρης — στρατοδικείο — λεπτότητα — σεισμολόγιο — απρόφταστος |
|||