Новогреческий словарь
χαϊδιάρικος
χαϊδιάρικ|ος
ласковый, нежный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ласковый
? —
χαϊδιάρικος
как на
(ново)греческом
будет слово
нежный
? —
χαϊδιάρικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
χαϊδιάρικος
? — ласковый, нежный
#
(ново)греческий словарь
—
διάδυση
—
αεροθάλαμος
—
υποπίπτω
—
βιδέλλο
—
κατραμάς
—
γεάνθρακος
—
λατόμημα
—
αδιάφορα
—
παρίσταμαι
—
ονειρεύτρια
—
μακροτάξιδος
—
σκαρουχιά
—
απονίβομαι
—
μοδιστράδικο
—
αδερφικός
—
ακτιστος
—
δαμαλήσιος
—
γκέλα
—
άλα
—
ποδηλατώ
—
αγγειοπλάστης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω