Новогреческий словарь
ρομβικός
ρομβικός
1)
относящийся к ромбу
;
2) си. ρομβοειδής
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
относящийся к ромбу
? —
ρομβικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ρομβικός
? — относящийся к ромбу
#
(ново)греческий словарь
—
ηρώο
—
ανάλλακτος
—
πρωτόγερος
—
αυτοτραυματισμός
—
ελληνιστής
—
Αιγόκερως
—
αργιλοφόρος
—
αγωγιάτης
—
πρέπων
—
κορτάκιας
—
παρακολούθημα
—
παραμελών
—
καρβουνάδικο
—
αεροναυτικός
—
βερμπαλιστής
—
αναγνωστικό
—
αξενάγητος
—
γλαυκωματικός
—
αναποσφράγιστος
—
σκουπιδιάρα
—
ταμπούρλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве