|
1) относящийся к ромбу; 2) си. ρομβοειδής #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к ромбу? — ρομβικός как с (ново)греческого переводится слово ρομβικός? — относящийся к ромбу — κανναβένιος — μπαλλόνι — γκαντεμιά — ανοίγομαι — ξεσκώ — κηρομπογιά — αναληθής — κλωσμός — αντιλόπη — υδρολόγος — γιδοπρόβατα — εγκοιλαίνω — παλάγκο — φληνάφημα — αποκλεισμένος — θεσιθήρας — μπέϊκα — θερμοπυρηνικός — βραχιάζομαι — μισοχώρι — φρικτός |
|||