|
ο ловкий, искусный вор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ловкий? — λαθροχέρης как на (ново)греческом будет слово искусный вор? — λαθροχέρης как с (ново)греческого переводится слово λαθροχέρης? — ловкий, искусный вор — αδικαιολόγητα — φανειά — υπόγειος — αεροδίνητος — κοινόβιο — αυτοχειριάζομαι — κάτισχνος — προεσπερίδα — απλαιβίωτος — βαμβακοφυτεία — αμέθοδος — ρουφήχτρα — απανθρακώνω — μάλιστα — γογγυσμός — μολεμένος — νυχτικός — φοραίνω — φυματιώ — συνταξούλα — αντεκδίκηση |
|||