|
αόρ. от ενάπτω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενήψα? — — βροχοσκόπία — σπινθηρισμός — καργάρω — πυροβολοστάσιον — κλονισμένος — παλαιοντολογία — λιγδής — απόκριμα — μιμηλή — γεννητής — καφεμπρίκι — αβανιάρης — γλυκύτητα — ορθοδοντική — ένδυση — ακρίβεια — αντισταθμώ — λιθογραφώ — Παρθένος — δανειακός — γυμνός |
|||