Новогреческий словарь
ενήψα
ενήψα
αόρ. от ενάπτω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενήψα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
καρβονικός
—
κωδικοποίηση
—
καύση
—
περαιώνω
—
κοσμογραφικός
—
πιστόλα
—
ευθαρσία
—
φαλαινοκαρχαρίας
—
αιμόστασια
—
ορκοδοτώ
—
πρωτομαρτιάτικα
—
κολάζω
—
αμμωδία
—
σταφιδίνη
—
ψυχόδραμα
—
μαθητιώ
—
σελιδοποίηση
—
ποδηλατοδρόμιο
—
αγνότητα
—
εφτάκοιλο
—
εμπαίνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве