Новогреческий словарь
ενήψα
ενήψα
αόρ. от ενάπτω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενήψα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
άνυσμα
—
Αργεντινέζα
—
διέξοδος
—
αρχιεπισκοπεία
—
υστερόγραφο
—
ιχνογραφνκή
—
καπνίσματα
—
σπαζοκεφαλιάζω
—
επιδίδομαι
—
νυχτιάτικα
—
σαββατόβραδο
—
απαρομείωτος
—
χάρά
—
επάγω
—
καρδιοπονώ
—
προτρέχω
—
ηλεκτροθετικός
—
νυμφομανής
—
φύτρωμα
—
απλευστος
—
εξαιρετικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве