|
летать #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πετάω? — — ρημάδα — καλπονόθεψη — αμελκτός — διαδοχικός — τσιρίζω — μινυρίζω — θεοφύλακτος — αθυρματοποιία — γύρισμα — πεντηκονταετής — προσηγορικός — κεραμέας — δασκαλισμός — αηδιαστικός — μυθολογικός — στρωματάδικο — αναγαργαρίζω — ρεμούλκα — αποθολάσσωση — νικητής — χέω |
|||