|
το 1. муз. фортиссимо; 2. очень сильно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фортиссимо? — φορτίσσιμο как на (ново)греческом будет слово очень сильно? — φορτίσσιμο как с (ново)греческого переводится слово φορτίσσιμο? — фортиссимо, очень сильно — ανθελληνικά — δασερός — παραθερίστρια — διάσταση — λοφίον — σοφολογιωτατισμός — αναπλειστηριάζω — κασκαρίκα — ψευτοπαλικαριά — επιτυγχάνω — δαφνοστέφανο — λιποψυχώ — στρατοκράτης — ζουριασμένος — κλωστοϋφαντουργική — αργυρίνη — εξαθλίωση — γράδος — στυπτικότης — χαμολίβανο — αγωγή |
|||