|
1. статистический; ~ά στοιχεία — статистические данные; ~οί πίνακες — статистические таблицы; 2. (о) статистик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово статистический? — στατιστικός как на (ново)греческом будет слово статистик? — στατιστικός как с (ново)греческого переводится слово στατιστικός? — статистический, статистик — αργοσάλευτος — χάρτα — τετράγωνος — βροχηδόν — κλεισιάδα — αλύχτημα — καταξοδεύω — φριζάρω — λάξεμα — χιλιάρικη — πολλά — βαβουίνος — θαλασσομαχία — οφθαλμοπορνεία — δή — αστερώνομαι — ανταλλακτικός — ατυράγνιστος — καπνεργάτισσα — περιχαρακώνω — νιονιό |
|||