λυμφατικός

формы словаβ
λυμφατικός



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово λυμφατικός? —


τρίχρωμοςεπικτηνίατροςεφημεριδάκιμεσότοιχίοβουτυρίλαημιδιμοιρίαπροβοσκίδααναπηρικόςκατουρογυάλιμάσημαηχογραφώίνδαλμασυντεκνίαάγαμοςλουλάκισιτηρέσιοξηροφαγίασύννομοςΑνταρκτικήκατάτμησηΣαμαράς




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit