|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λυμφατικός? — — τρίχρωμος — επικτηνίατρος — εφημεριδάκι — μεσότοιχίο — βουτυρίλα — ημιδιμοιρία — προβοσκίδα — αναπηρικός — κατουρογυάλι — μάσημα — ηχογραφώ — ίνδαλμα — συντεκνία — άγαμος — λουλάκι — σιτηρέσιο — ξηροφαγία — σύννομος — Ανταρκτική — κατάτμηση — Σαμαράς |
|||