|
отравлять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отравлять? — ψιακώνω как с (ново)греческого переводится слово ψιακώνω? — отравлять — δυσμετάρλητος — ελίγδην — άγαρμπος — κουλτουριάρης — μιζάρω — σιφώνιο — ετερομήτριος — καμηλάτης — κουρουπάκι — ξέπλεγμα — ψωριασμένος — αρχιεπισκοπικός — αραχνιασμένος — αιγιαλός — ιοντικός — μπάκα — γλυπτοθήκη — ρούγα — ατεκμηρίωτος — ανθίσταμαι — χαβαρικό |
|||