Новогреческий словарь
απομαραίνω
απομαραίνω
(αόρ. απομάρανα и απεμάρανον, παθ. αόρ. απομαράθηκα) прям., перен.
иссушать
;
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
иссушать
? —
απομαραίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
απομαραίνω
? — иссушать
#
(ново)греческий словарь
—
αχυρώνα
—
μπατζανάκης
—
κρατούμενος
—
βούλιασμα
—
εικοστός
—
σανιδοειδής
—
λιχούδικα
—
ημιδιατροφή
—
γλωσσοδέτι
—
αναβλητικώς
—
ειλωτεύω
—
σοκολατάκι
—
έκτοτε
—
ιπποτικά
—
ποιμενίς
—
σουσαμένιος
—
αμφιμασχάλια
—
επαναστατώ
—
μυρτών
—
φλεβοτομία
—
απασχόληση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве