|
(αόρ. απομάρανα и απεμάρανον, παθ. αόρ. απομαράθηκα) прям., перен. иссушать; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово иссушать? — απομαραίνω как с (ново)греческого переводится слово απομαραίνω? — иссушать — υποτροπιάζω — εκλεκτικός — προορατικότης — κλακαδόρος — διατοιχισμός — δεματιάρισσα — ομοθερμία — φρεσκοξυρισμένος — στροφορμή — γαμπιέρος — αποστολικός — συρμός — συγχωνεύω — ανεμευλογία — εξυβρίζω — εκτελεστός — αλογόμυγα — αλάδωτος — πλόκαμος — παραδειγματάκι — καρποκτησία |
|||