οργισμένος

формы словаβ
οργισμένος
гневный


#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово οργισμένος? —


πηδηξιάανθρωποκυνήγιπερίζωμαανεπαρκώςεξαήμερονευρωτίασηκομιστηκάπιλάφιἀνάστασιςκλίμακακακοθανατιάικανοποιητικάνεοναζιστικόςευγονισμόςισολογισμόςαποβίωσηποθεινόςμονογαμίααρριβάρωανθοστρώνωάπειρος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit