|
гневный #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οργισμένος? — — πηδηξιά — ανθρωποκυνήγι — περίζωμα — ανεπαρκώς — εξαήμερον — ευρωτίαση — κομιστηκά — πιλάφι — ἀνάστασις — κλίμακα — κακοθανατιά — ικανοποιητικά — νεοναζιστικός — ευγονισμός — ισολογισμός — αποβίωση — ποθεινός — μονογαμία — αρριβάρω — ανθοστρώνω — άπειρος |
|||