|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово προελληνικός? — — χορτάριασμα — άσκεπος — μελετητής — κινηματίας — εμπυρευματίζω — ανεπιτρόπευτος — παζαρίσιος — υπόγειος — απορροφάω — κεκανονισμένα — στρώμα — ευμαρής — οσφρητικότητα — κυδωνιά — προκαθήμενος — γραμματοσημεμπορία — ξεχειλώ — ζύμωση — συμπονετικός — διαφανοσκόπία — αποκόβω |
|||