|
η 1) забывчивость; 2) забытьё #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово забывчивость? — λησμοσύνη как на (ново)греческом будет слово забытьё? — λησμοσύνη как с (ново)греческого переводится слово λησμοσύνη? — забывчивость, забытьё — μελισσοκομική — πτώμα — ανοικοδόμητος — καλαμώνω — ακτινοειδής — κυριολεκτικός — σεβάσμιος — ολοένα — ηλιοτροπικός — καταμαρτύρησις — διασκόπηση — λογοκόπος — εκφράζομαι — φυσιολογικός — αλογομούρης — ζουλάω — αγαπάω — πραγματευτής — ανέπαφος — εμποδισμός — περικαρδίτιδα |
|||