|
сходить с ума; быть без ума; είναι ξετρελλαμένος μέ τό θέατρο — [phrase]он помешан на театре[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сходить с ума? — ξετρελαίνομαι как на (ново)греческом будет слово быть без ума? — ξετρελαίνομαι как с (ново)греческого переводится слово ξετρελαίνομαι? — сходить с ума, быть без ума — αντιμετριούμαι — προπέρυσι — δεσμώτηριον — πολυαγαπημένος — μεταφόρτωση — ματαιότητα — εργασιακός — κυβισμός — αναπαλλοτρίωτο — μελοχροινούλα — ξιπάζομαι — κακέκτυπος — ηλεκτρόφωνο — ζευγίτης — βακτηριολογικός — ελευθεροφρονώ — εξάδα — συντονιστής — εύτορνος — γιαχνίζω — δονητής |
|||