|
η монета в две лепты; === δέ δίνω ~ — [phrase]не давать и гроша[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монета в две лепты? — διάρα как с (ново)греческого переводится слово διάρα? — монета в две лепты — πλουμίδι — γεώσφαιρα — μεγαληγορία — μορατόριουμ — αντιβοώ — άλασπος — αγαποβότανο — κιτρινοπούλι — πρωτεύων — φτύμα — μπέμπης — υπόταξη — ψυχαναγκαστικός — χαλίκωμα — ελήσιος — γκαρσονιέρα — ανδριαντοποιός — γλυκόλαλος — ρυθμιστήρας — ολυμπιονίκης — αποκάτου |
|||