|
худеть, чахнуть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово худеть? — λυριάζω как на (ново)греческом будет слово чахнуть? — λυριάζω как с (ново)греческого переводится слово λυριάζω? — худеть, чахнуть — πρωτύρικος — παπάρας — δώθενες — κανείς — δυσμετακόμιστος — φτώχια — ξαγναντεύοντας — απονίφτω — ολοπράσινος — δημωφελής — λάκκωμα — διπλάρωμα — πασπάτευμα — πλακούς — βομβύκοτροφία — συντροφία — εκμυστηρευτικός — λουτρολόγος — κρυσταλλικότητα — αλώπηξ — λαμπαδοστάτης |
|||