|
το 1) ширина; μέ ~ πέντε μέτρα — шириной в пять метров; κατά - — в ширину; 2) геогр., перен. широта; γεωγραφικό ~ — географическая широта; βόρειον (νότιον) ~ — северная (южная) широта #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ширина? — πλάτος как на (ново)греческом будет слово широта? — πλάτος как с (ново)греческого переводится слово πλάτος? — ширина, широта — κοχλίωση — καρίνα — ανεπιφύλακτως — λιποβαρές — φανατικά — συζητήτρια — γαστροεντεροστομία — γαϊδουροκαθίζω — κέλευσις — υπομνηματικός — επαναπαύομαι — στενά — ψαροκόκκαλο — εξαιρούμαι — λουλουδιασμένίος — πλουτοκράτης — γέλοιο — γλειφομούνι — ποδοκρουσία — ωχρόλευκος — στοιχειοθετούμαι |
|||