|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μερμήγκιασμα? — — έμμετρος — βοσκαρέα — ακαρίκωτος — συνάθροιση — εξισωτής — αντιπροσωπεύω — ακόνισμα — προτιμώμενος — περατώνω — πολυώνυμο — ζωοτόμος — πλαισιωτός — παρυδάτιος — χαλάστρα — ετερομερής — ξάσπρισμα — ηλιογραφία — γούρλωμα — πούλος — τοπομαχικός — γαρμπάτος |
|||