|
1) налоговый; 2) пошлинный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово налоговый? — δασμολογιακός как на (ново)греческом будет слово пошлинный? — δασμολογιακός как с (ново)греческого переводится слово δασμολογιακός? — налоговый, пошлинный — φαρμακοθήκη — ταραντέλλα — γραμματόσημο — πασούμι — ξυλοφόρτωμα — παράκληση — πετρελοιοπήγαδο — χειραφετώ — υπότροπος — συνεισηγητής — μοιρολατρικά — τράγεια — αντεροβγάλτισσα — βιοαποδομήσιμος — πουστιά — παραλαμβάνω — ματεριαλιστικός — κάστα — εφόδια — πασσαλάκι — πορδή |
|||