δασμολογιακός

формы словаβ
δασμολογιακός
1) налоговый;
2) пошлинный



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово налоговый? — δασμολογιακός
как на (ново)греческом будет слово пошлинный? — δασμολογιακός
как с (ново)греческого переводится слово δασμολογιακός? — налоговый, пошлинный


φαρμακοθήκηταραντέλλαγραμματόσημοπασούμιξυλοφόρτωμαπαράκλησηπετρελοιοπήγαδοχειραφετώυπότροποςσυνεισηγητήςμοιρολατρικάτράγειααντεροβγάλτισσαβιοαποδομήσιμοςπουστιάπαραλαμβάνωματεριαλιστικόςκάσταεφόδιαπασσαλάκιπορδή




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit