Новогреческий словарь
δασμολογιακός
δασμολογιακός
1)
налоговый
;
2)
пошлинный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
налоговый
? —
δασμολογιακός
как на
(ново)греческом
будет слово
пошлинный
? —
δασμολογιακός
как с
(ново)греческого
переводится слово
δασμολογιακός
? — налоговый, пошлинный
#
(ново)греческий словарь
—
αραποσυκιά
—
αδήριτος
—
αποχαυνώνω
—
δυσεπίτευκτος
—
ιρανικά
—
χολόλιθος
—
πλοιοκτήτρια
—
αιθεροβάτης
—
ημίψυκτος
—
ψευτάκος
—
κούρα
—
χασαπόχαρτο
—
ανεκποίητος
—
αναβιώνω
—
αχνός
—
τσιμπιέμαι
—
καραβάνας
—
κατασυκοφαντώ
—
ακτινοβολώ
—
δεντρομολόχα
—
αλκαλιμέταλλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве