|
η кирка, мотыга #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кирка? — αξίνα как на (ново)греческом будет слово мотыга? — αξίνα как с (ново)греческого переводится слово αξίνα? — кирка, мотыга — μαρτυριάρισσα — λασπόνερο — προξενειά — Λωτοφάγοι — αναπηρία — χωρομετρησία — αμαξοδηγός — γκλάβας — ζεστά — βασανιστικός — εβδομάδα — κάμψη — πολύπλοκος — ελικτός — νεραϊδόνημα — βροντητά — σακχαροποιία — δαμάλα — διαρρηγνύομαι — βαμβακοφόρος — ενθρονιάζω |
|||