|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μερισματούχος? — — ψυχοβιολογισμός — μετριοπάθεια — σκάμνα — πολύκλωνος — υδρολογικός — ενδοφλεβίως — αξεπούλητος — αναφαντός — αφώνητος — ελαφροκέφαλος — τυροδόχη — δαμαστήριος — εξερεθίζομαι — ασβεσταρειά — κιτρινάδα — κουκουέ — ανέγνων — ακατάληκτος — κατακλείς — σουριστής — αβδέλλιασμα |
|||