|
η привычка откладывать дела #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово привычка откладывать дела? — αναβλητικότητα как с (ново)греческого переводится слово αναβλητικότητα? — привычка откладывать дела — λιμνάζω — απρόλογος — θαλασσομάχος — ελεφαντουργία — ξεσκούντημα — τσόγλανος — αδιάπλευστος — καρυοφύλλι — απόρρητος — μισονεϊσμός — φωτογράφηση — πρασινίζω — δυσ- — ξανθίζω — τερψιλαρύγγιο — λόπια — μπαρμπουνάρα — λαμπάκι — μηχανορράφος — φουσκώνω — αυτοεγκατάλειψη |
|||