|
безденежный; без копейки; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безденежный? — αδέκαρος как на (ново)греческом будет слово без копейки? — αδέκαρος как с (ново)греческого переводится слово αδέκαρος? — безденежный, без копейки — ναυτοδάνειο — αντιλήπτωρ — χωριατιά — απολλοτριωτός — ανευρίαστος — βόλισμα — αφεντικός — μολυβύ — χαρτικός — αμπελοκλάδι — κατατρίβω — χαλικοπαγές — ωτίτιδα — δικονομικός — παστοκύδωνο — εξιχνίαση — αδιάπτωτος — σχεδιαστήριο — ψεύτρα — τσιρίσι — τσικνουδόσουπα |
|||