|
η хим. аматол #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аматол? — αματόλη как с (ново)греческого переводится слово αματόλη? — аматол — προκάτ — αυτοβουλία — προσκαλνάω — χαντζάρα — αποβάλλομαι — χαλικοδόμος — αρνησιδικία — αδιαβατικά — πανοραμικός — ευσυνείδητος — θωρηκτό — βαθιονόητος — αποπνιγμός — αναπόδιασμα — νεκροσέντονο — αβάντσα — απομίμημα — αναπομπή — ανοσιουργία — στοπάρισμα — σκελετό |
|||