|
το спальня, спальная комната #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спальня? — υπνοδωμάτιο как на (ново)греческом будет слово спальная комната? — υπνοδωμάτιο как с (ново)греческого переводится слово υπνοδωμάτιο? — спальня, спальная комната — ασυναγώνιστος — διανομή — νηστικάδα — τυρόπιττα — κρασοβάρελο — δρομοκόπος — στεντόρειος — μακαρονάδικο — πίτυκος — χωράφι — βραχύχρονος — κρασάτος — υδατογραφικός — σπιρουνιάζω — ευχαριστημένος — απεσταγμένος — δρεπανοκυτταρικός — οργανογόνος — αναμπαμπούλα — κερδοσκοπικός — ανήλωσα |
|||