|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σβουριχτή? — — ανεξαγόραστος — υδροδόχη — επιναυπηγός — σιαλίζω — φεγγαρόφωτο — μινυρισμός — αραβοσιτόψωμο — γιαβάς — γνωρίζω — γυψοκονία — πενθώ — σαλπιστής — γραμματοσημαίνω — ρυμοτομώ — εμπρυμνος — ωφέλημα — υπεραισθήσεις — περίτεχνος — ξελόγιασμα — πρόποδες — εξοτμιστικός |
|||