σβουριχτή

формы словаβ
σβουριχτή



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово σβουριχτή? —


ανεξαγόραστοςυδροδόχηεπιναυπηγόςσιαλίζωφεγγαρόφωτομινυρισμόςαραβοσιτόψωμογιαβάςγνωρίζωγυψοκονίαπενθώσαλπιστήςγραμματοσημαίνωρυμοτομώεμπρυμνοςωφέλημαυπεραισθήσειςπερίτεχνοςξελόγιασμαπρόποδεςεξοτμιστικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit