|
рыдать, громко плакать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рыдать? — οδύρομαι как на (ново)греческом будет слово громко плакать? — οδύρομαι как с (ново)греческого переводится слово οδύρομαι? — рыдать, громко плакать — γονότυπος — τσιμεντοκονία — σέμνωμα — μικροβιακός — πολυμορφικός — αναλώνομαι — αντρόχτι — ιδρώτας — πτερύγωμα — μαρμάρινος — παρθενωπός — πατίνι — επαμφοτερής — σφυροπέλεκυς — ηλοθήκη — απέμφραξη — κηλίδωση — ευθεράπεύτος — μελιτζάνα — ξεποδαριασμένος — διαπρεπής |
|||