|
ο прям., перен. шквал; ~ πυρός — шквал огня #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шквал? — καταιγισμός как с (ново)греческого переводится слово καταιγισμός? — шквал — διακωμώδηση — τρισκατάρατος — απαρηγόρητος — διόδια — συνοστεούμαι — ζίβεθον — εμφραξη — χασούρα — λαντώ — λησμοβότανο — φρουτιέρα — βολάζω — Αλβανία — στούμπι — ερύθημα — δοντωτός — ψεύτης — αμεριμνησία — διδακτέος — αναποδογυρισμένος — ζαλικώνουμαι |
|||