|
хронометрический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хронометрический? — χρονομετρικός как с (ново)греческого переводится слово χρονομετρικός? — хронометрический — πανί — γιλέκι — γοργύρα — φύσιγγας — νυχάτος — αρρίνιστος — αρτιον — λαβράκι — κράτιστος — τετραπληγία — διαβεβαίωση — κεφαλαιοκρατικά — φτ(ε)ιάνω — τουφεκιά — νομοτελεστικόν — καφές — μπαούλο — ολιγοψυχία — καψαλιστός — ασπρουδερός — βολτ |
|||