|
η линование #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово линование? — γράμμωση как с (ново)греческого переводится слово γράμμωση? — линование — ορολόγιο — εκμηδενίζω — υπηρεσιακός — συμμαχία — επίσης — ερεθιστικότητα — αυλακιά — εφιστώμαι — εκλαμπρότατος — επισώρευση — ασυμμάζευτος — προμελετημένος — αγόρι — διαμελίζω — ρινόκερος — κακοσαρκώνω — υπερτροφικός — πολυθρύλητος — εμβρυοθλασία — έκθαμβος — επαρκής |
|||