|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αποφαλάκρωση? — — αταρίχευτος — αψήλωτος — χυμευτός — κανόνισμα — αναδεχτός — επιτήδευμα — αλκαλιμετρία — προϋπάντηση — διαιρετέος — θλίβω — εκφράσσω — γεροντολόγος — ψιθυρισμός — σελέμης — επικοπίς — πεντακοσιόδραχμο — ασάρωτος — χιλιοφορεμένος — νουνέχεια — ξεμουρλαίνω — ζαλιά |
|||