|
нахмуриться #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνοφρυώνομαι? — — ατμόσφαιρα — εξιλεούμαι — δισήμαντος — γεννητορικός — υπερφαλάγγιση — αχασμούρητος — εξωβλάστη — ασατίριστος — αρτίως — πρωτεϊκός — όρχις — σαμποταριστής — υγροτροπισμός — όψιμος — παραμικρός — λόγω — μαγγανεύω — ταώνειος — διαθλαστός — ανθρακικός — υδατικός |
|||