Новогреческий словарь
αποτυφλώνω
αποτυφλώνω
прям., перен.
ослеплять
;
τόν έχει ~ώσει τό πάθος — его ослепила страсть
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ослеплять
? —
αποτυφλώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποτυφλώνω
? — ослеплять
#
(ново)греческий словарь
—
χουζουρλής
—
άνετα
—
κυλινδρόμυλος
—
ακαθοδήγητος
—
ναυτόκομπος
—
μάντρεμα
—
βυνοποιία
—
φερετροποιός
—
ανασυντάσσω
—
πρέσβυς
—
πλυμένος
—
χασαπιό
—
ομοιογενοποίηση
—
αρτιότητα
—
εσωκομματικός
—
μουτσόπουλο
—
άστιφτος
—
ήρον
—
δέ
—
αχωνεψιά
—
παραγράφω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве